← Job (10/42) → |
1. | Η ψυχη μου εβαρυνθη την ζωην μου· θελω παραδοθη εις το παραπονον μου· θελω λαλησει εν τη πικρια της ψυχης μου. |
2. | Θελω ειπει προς τον Θεον, μη με καταδικασης· δειξον μοι δια τι με δικαζεις. |
3. | Ειναι καλον εις σε να καταθλιβης, να καταφρονης το εργον των χειρων σου και να ευοδονης την βουλην των ασεβων; |
4. | Σαρκος οφθαλμους εχεις; η βλεπεις καθως βλεπει ανθρωπος; |
5. | Ανθρωπινος ειναι ο βιος σου; η τα ετη σου ως ημεραι ανθρωπου, |
6. | ωστε αναζητεις την ανομιαν μου και ανερευνας την αμαρτιαν μου; |
7. | Ενω εξευρεις οτι δεν ησεβησα· και δεν υπαρχει ο ελευθερων εκ των χειρων σου. |
8. | Αι χειρες σου με εμορφωσαν και με επλασαν ολον κυκλω· και με καταστρεφεις. |
9. | Ενθυμηθητι, δεομαι, οτι ως πηλον με εκαμες· και εις χωμα θελεις με επιστρεψει. |
10. | Δεν με ημελξας ως γαλα και με επηξας ως τυρον; |
11. | Δερμα και σαρκα με ενεδυσας και με οστα και νευρα με περιεφραξας. |
12. | Ζωην και ελεος εχαρισας εις εμε, και η επισκεψις σου εφυλαξε το πνευμα μου· |
13. | ταυτα ομως εκρυπτες εν τη καρδια σου· εξευρω οτι τουτο ητο μετα σου. |
14. | Εαν αμαρτησω, με παραφυλαττεις, και απο της ανομιας μου δεν θελεις με αθωωσει. |
15. | Εαν ασεβησω, ουαι εις εμε· και εαν ημαι δικαιος, δεν δυναμαι να σηκωσω την κεφαλην μου· ειμαι πληρης ατιμιας· ιδε λοιπον την θλιψιν μου, |
16. | διοτι αυξανει. Με κυνηγεις ως αγριος λεων· και επιστρεφων δεικνυεσαι θαυμαστος κατ' εμου. |
17. | Ανανεονεις τους μαρτυρας σου εναντιον μου, και πληθυνεις την οργην σου κατ' εμου· αλλαγαι στρατευματος γινονται επ' εμε. |
18. | Δια τι λοιπον με εξηγαγες εκ της μητρας; ειθε να εξεπνεον, και οφθαλμος να μη με εβλεπεν. |
19. | Ηθελον εισθαι ως μη υπαρξας· ηθελον φερθη εκ της μητρας εις τον ταφον. |
20. | Αι ημεραι μου δεν ειναι ολιγαι; παυσον λοιπον, και αφες με, δια να αναλαβω ολιγον, |
21. | πριν υπαγω οθεν δεν θελω επιστρεψει, εις γην σκοτους και σκιας θανατου· |
22. | γην γνοφεραν, ως το σκοτος της σκιας του θανατου, οπου ταξις δεν ειναι, και το φως ειναι ως το σκοτος. |
← Job (10/42) → |